Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀλιγησίπυος
ὀλίγιστος
ὀλιγογονία
ὀλιγόγονος
ὀλιγοδρανέω
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανία
ὀλιγοετία
ὀλιγόξυλος
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
ὀλιγοστός
ὀλιγότης
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγόψυχος
View word page
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγόσαρκος ὀλῐγό-σαρκος, ον, σάρξ with little flesh, Luc.

ShortDef

with little flesh

Debugging

Headword:
ὀλιγόσαρκος
Headword (normalized):
ὀλιγόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοσαρκος
IDX:
22994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23017
Key:
o)ligo/sarkos

Data

{'content': 'ὀλιγόσαρκος\n ὀλῐγό-σαρκος, ον,\n σάρξ\n with little flesh, Luc.', 'key': 'o)ligo/sarkos'}