Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελής
ὀλιγηπελία
ὀλιγήριος
ὀλιγηροσίη
ὀλιγησίπυος
ὀλίγιστος
ὀλιγογονία
ὀλιγόγονος
ὀλιγοδρανέω
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανία
ὀλιγοετία
ὀλιγόξυλος
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
ὀλίγος
ὀλιγοστιχία
ὀλιγόστιχος
View word page
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανής ὀλῐγο-δρᾰνής, ές δραίνω of little might, feeble, Ar.
ShortDef
of little might, feeble
Debugging
Headword:
ὀλιγοδρανής
Headword (normalized):
ὀλιγοδρανής
Headword (normalized/stripped):
ολιγοδρανης
IDX:
22989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23012
Key:
o)ligodranh/s
Data
{'content': 'ὀλιγοδρανής\n ὀλῐγο-δρᾰνής, ές\n δραίνω\n of little might, feeble, Ar.', 'key': 'o)ligodranh/s'}