Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀλιγαῦλαξ
ὀλιγαχόθεν
ὀλιγαχοῦ
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελής
ὀλιγηπελία
ὀλιγήριος
ὀλιγηροσίη
ὀλιγησίπυος
ὀλίγιστος
ὀλιγογονία
ὀλιγόγονος
ὀλιγοδρανέω
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανία
ὀλιγοετία
ὀλιγόξυλος
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόσαρκος
ὀλιγοσιτία
ὀλιγόσιτος
View word page
ὀλιγογονία
ὀλιγογονία ὀλῐγογονία, ἡ, production of few at a birth, Plat. from ὀλῐγόγονος

ShortDef

production of few at a birth

Debugging

Headword:
ὀλιγογονία
Headword (normalized):
ὀλιγογονία
Headword (normalized/stripped):
ολιγογονια
IDX:
22986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23009
Key:
o)ligogoni/a

Data

{'content': 'ὀλιγογονία\n ὀλῐγογονία, ἡ,\n production of few at a birth, Plat.\n from ὀλῐγόγονος', 'key': 'o)ligogoni/a'}