Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
ἀναλείχω
ἀνάληψις
View word page
ἀναλάζομαι
ἀναλάζομαι Dep. only in pres., to take again, Mosch.

ShortDef

to take again

Debugging

Headword:
ἀναλάζομαι
Headword (normalized):
ἀναλάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αναλαζομαι
IDX:
2299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2300
Key:
a)nala/zomai

Data

{'content': 'ἀναλάζομαι\n Dep. only in pres., to take again, Mosch.', 'key': 'a)nala/zomai'}