Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀβάστακτος
ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
View word page
ἄβιος
ἄβιος = ἀβίωτος, Anth. without a living, starving, Luc. of the Ἱππημολγοί, simple in life, Il.
ShortDef
without a living, starving
wealthy
Debugging
Headword:
ἄβιος
Headword (normalized):
ἄβιος
Headword (normalized/stripped):
αβιος
IDX:
23
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23
Key:
a)/bios1
Data
{'content': 'ἄβιος\n = ἀβίωτος, Anth.\n without a living, starving, Luc.\n of the Ἱππημολγοί, simple in life, Il.', 'key': 'a)/bios1'}