Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀλεσσιτύραννος
ὀλετήρ
ὀλέτης
ὀλή
ὀλιγάκις
ὀλιγάμπελος
ὀλιγανδρέω
ὀλιγανδρία
ὀλιγανθρωπία
ὀλιγάνθρωπος
ὀλιγαριστία
ὀλιγαρκής
ὀλιγαρχέω
ὀλιγάρχης
ὀλιγαρχία
ὀλιγαρχικός
ὀλιγαῦλαξ
ὀλιγαχόθεν
ὀλιγαχοῦ
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελής
View word page
ὀλιγαριστία
ὀλιγαριστία ὀλῐγ-ᾱριστία, ἡ, ἄριστον a scanty meal, Plut.
ShortDef
a scanty meal
Debugging
Headword:
ὀλιγαριστία
Headword (normalized):
ὀλιγαριστία
Headword (normalized/stripped):
ολιγαριστια
IDX:
22970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22993
Key:
o)ligaristi/a
Data
{'content': 'ὀλιγαριστία\n ὀλῐγ-ᾱριστία, ἡ,\n ἄριστον\n a scanty meal, Plut.', 'key': 'o)ligaristi/a'}