Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄλβος
ὀλβοφόρος
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλέκρανον
ὀλέκω
ὀλεσήνωρ
ὀλεσίθηρ
ὀλεσσιτύραννος
ὀλετήρ
ὀλέτης
ὀλή
ὀλιγάκις
ὀλιγάμπελος
ὀλιγανδρέω
ὀλιγανδρία
ὀλιγανθρωπία
ὀλιγάνθρωπος
ὀλιγαριστία
ὀλιγαρκής
ὀλιγαρχέω
View word page
ὀλέτης
ὀλέτης ὀλέτης, ου, ὁ, = ὀλετήρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλέτης
Headword (normalized):
ὀλέτης
Headword (normalized/stripped):
ολετης
IDX:
22962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22985
Key:
o)le/ths

Data

{'content': 'ὀλέτης\n ὀλέτης, ου, ὁ,\n = ὀλετήρ', 'key': 'o)le/ths'}