Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλέγω
View word page
ἀνακωκύω
ἀνακωκύω to wail aloud, Aesch.; ἀνακωκύει φθόγγον utters a loud wail, Soph.
ShortDef
to wail aloud
Debugging
Headword:
ἀνακωκύω
Headword (normalized):
ἀνακωκύω
Headword (normalized/stripped):
ανακωκυω
IDX:
2297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2298
Key:
a)nakwku/w
Data
{'content': 'ἀνακωκύω\n to wail aloud, Aesch.; ἀνακωκύει φθόγγον utters a loud wail, Soph.', 'key': 'a)nakwku/w'}