Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀκτώ
ὀκτώπους
ὁλάω
ὀλβίζω
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιοεργός
ὄλβιος
ὀλβοδότης
ὄλβος
ὀλβοφόρος
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλέκρανον
ὀλέκω
ὀλεσήνωρ
ὀλεσίθηρ
ὀλεσσιτύραννος
ὀλετήρ
ὀλέτης
ὀλή
View word page
ὀλβοφόρος
ὀλβοφόρος ὀλβο-φόρος, ον, φέρω bringing bliss or wealth, Eur.
ShortDef
bringing bliss
Debugging
Headword:
ὀλβοφόρος
Headword (normalized):
ὀλβοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ολβοφορος
IDX:
22953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22976
Key:
o)lbofo/ros
Data
{'content': 'ὀλβοφόρος\n ὀλβο-φόρος, ον,\n φέρω\n bringing bliss or wealth, Eur.', 'key': 'o)lbofo/ros'}