Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτώ
ὀκτώπους
ὁλάω
ὀλβίζω
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιοεργός
ὄλβιος
ὀλβοδότης
ὄλβος
ὀλβοφόρος
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλέκρανον
ὀλέκω
ὀλεσήνωρ
View word page
ὀλβιόδωρος
ὀλβιόδωρος ὀλβιό-δωρος, ον, δῶρον bestowing bliss, Eur.

ShortDef

bestowing bliss

Debugging

Headword:
ὀλβιόδωρος
Headword (normalized):
ὀλβιόδωρος
Headword (normalized/stripped):
ολβιοδωρος
IDX:
22948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22971
Key:
o)lbio/dwros

Data

{'content': 'ὀλβιόδωρος\n ὀλβιό-δωρος, ον,\n δῶρον\n bestowing bliss, Eur.', 'key': 'o)lbio/dwros'}