Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀκτάτονος
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτώ
ὀκτώπους
ὁλάω
ὀλβίζω
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιοεργός
ὄλβιος
ὀλβοδότης
ὄλβος
ὀλβοφόρος
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλέκρανον
ὀλέκω
View word page
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιοδαίμων ὀλβιο-δαίμων, ονος, ὁ, ἡ, of blessed lot, Il.

ShortDef

of blessed lot

Debugging

Headword:
ὀλβιοδαίμων
Headword (normalized):
ὀλβιοδαίμων
Headword (normalized/stripped):
ολβιοδαιμων
IDX:
22947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22970
Key:
o)lbiodai/mwn

Data

{'content': 'ὀλβιοδαίμων\n ὀλβιο-δαίμων, ονος, ὁ, ἡ,\n of blessed lot, Il.', 'key': 'o)lbiodai/mwn'}