Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀκτάπους
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάτονος
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτώ
ὀκτώπους
ὁλάω
ὀλβίζω
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιοεργός
ὄλβιος
ὀλβοδότης
ὄλβος
ὀλβοφόρος
ὀλέθριος
View word page
ὀκτώπους
ὀκτώπους ὀκτώ-πους, eight feet long, broad or high, Plat.

ShortDef

eight feet long, broad

Debugging

Headword:
ὀκτώπους
Headword (normalized):
ὀκτώπους
Headword (normalized/stripped):
οκτωπους
IDX:
22944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22967
Key:
o)ktw/pous

Data

{'content': 'ὀκτώπους\n ὀκτώ-πους,\n \n eight feet long, broad or high, Plat.', 'key': 'o)ktw/pous'}