Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάτονος
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτώ
ὀκτώπους
ὁλάω
ὀλβίζω
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιοεργός
ὄλβιος
ὀλβοδότης
ὄλβος
ὀλβοφόρος
View word page
ὀκτώ
ὀκτώ Lat. octo, eight, Hom., etc.
ShortDef
eight
Debugging
Headword:
ὀκτώ
Headword (normalized):
ὀκτώ
Headword (normalized/stripped):
οκτω
IDX:
22943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22966
Key:
o)ktw/
Data
{'content': 'ὀκτώ\n Lat. octo, eight, Hom., etc.', 'key': 'o)ktw/'}