Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
ἀνάλγητος
View word page
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακυμβαλιάζω κύμβαλον to fall rattling over, of chariots, Il.
ShortDef
to fall rattling over
Debugging
Headword:
ἀνακυμβαλιάζω
Headword (normalized):
ἀνακυμβαλιάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακυμβαλιαζω
IDX:
2295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2296
Key:
a)nakumbalia/zw
Data
{'content': 'ἀνακυμβαλιάζω\n κύμβαλον\n to fall rattling over, of chariots, Il.', 'key': 'a)nakumbalia/zw'}