Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀκταήμερος
ὀκτάκις
ὀκτακισχίλιοι
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτάμηνος
ὀκταπλάσιος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάτονος
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτώ
ὀκτώπους
ὁλάω
ὀλβίζω
View word page
ὀκτάρρυμος
ὀκτάρρυμος ὀκτάρ-ρῡμος, ον, of chariots, with eight poles, i. e. drawn by eight pairs of oxen abreast, Xen.
ShortDef
with eight poles
Debugging
Headword:
ὀκτάρρυμος
Headword (normalized):
ὀκτάρρυμος
Headword (normalized/stripped):
οκταρρυμος
IDX:
22936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22959
Key:
o)kta/rrumos
Data
{'content': 'ὀκτάρρυμος\n ὀκτάρ-ρῡμος, ον,\n of chariots, with eight poles, i. e. drawn by eight pairs of oxen abreast, Xen.', 'key': 'o)kta/rrumos'}