Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀκρυόεις
ὀκτάβλωμος
ὀκτάδραχμος
ὀκταήμερος
ὀκτάκις
ὀκτακισχίλιοι
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτάμηνος
ὀκταπλάσιος
ὀκταπόδης
ὀκτάπους
ὀκτάρριζος
ὀκτάρρυμος
ὀκτάτονος
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτώ
View word page
ὀκταπόδης
ὀκταπόδης ὀκτᾰ-πόδης, ου, ὁ, πούς eight feet long, Hes.
ShortDef
eight feet long
Debugging
Headword:
ὀκταπόδης
Headword (normalized):
ὀκταπόδης
Headword (normalized/stripped):
οκταποδης
IDX:
22933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22956
Key:
o)ktapo/dhs
Data
{'content': 'ὀκταπόδης\n ὀκτᾰ-πόδης, ου, ὁ,\n πούς\n eight feet long, Hes.', 'key': 'o)ktapo/dhs'}