Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀναλγησία
ἀναλγής
View word page
ἀνακυκλόω
ἀνακυκλόω Pass., to revolve, Anth.
ShortDef
to revolve
Debugging
Headword:
ἀνακυκλόω
Headword (normalized):
ἀνακυκλόω
Headword (normalized/stripped):
ανακυκλοω
IDX:
2294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2295
Key:
a)nakuklo/omai
Data
{'content': 'ἀνακυκλόω\n Pass., to revolve, Anth.', 'key': 'a)nakuklo/omai'}