Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀκλαδίας
ὀκλαδιστί
ὀκλάζω
ὀκνέω
ὀκνηρός
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκρίβας
ὀκριόεις
ὄκρις
ὀκρυόεις
ὀκτάβλωμος
ὀκτάδραχμος
ὀκταήμερος
ὀκτάκις
ὀκτακισχίλιοι
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτάμηνος
ὀκταπλάσιος
ὀκταπόδης
View word page
ὀκρυόεις
ὀκρυόεις ὀ-κρυόεις, εσσα, εν for κρυόεις with o_euphon = κρυερός chilling, horrible, Il.

ShortDef

chilling, horrible

Debugging

Headword:
ὀκρυόεις
Headword (normalized):
ὀκρυόεις
Headword (normalized/stripped):
οκρυοεις
IDX:
22923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22946
Key:
o)kruo/eis

Data

{'content': 'ὀκρυόεις\n ὀ-κρυόεις, εσσα, εν\n for κρυόεις with o_euphon\n = κρυερός\n chilling, horrible, Il.', 'key': 'o)kruo/eis'}