Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰωνοθέτης
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἰωνός
οἵως
ὀκέλλω
ὀκλαδίας
ὀκλαδιστί
ὀκλάζω
ὀκνέω
ὀκνηρός
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκρίβας
ὀκριόεις
ὄκρις
ὀκρυόεις
View word page
ὀκλαδίας
ὀκλαδίας ὀκλάζω a folding-chair, camp-stool, Ar.

ShortDef

a folding-chair, camp-stool

Debugging

Headword:
ὀκλαδίας
Headword (normalized):
ὀκλαδίας
Headword (normalized/stripped):
οκλαδιας
IDX:
22913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22936
Key:
o)kladi/as

Data

{'content': 'ὀκλαδίας\n ὀκλάζω\n a folding-chair, camp-stool, Ar.', 'key': 'o)kladi/as'}