Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰώνισμα
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτης
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἰωνός
οἵως
ὀκέλλω
ὀκλαδίας
ὀκλαδιστί
ὀκλάζω
ὀκνέω
ὀκνηρός
ὄκνος
ὀκριάομαι
View word page
οἰωνοσκόπος
οἰωνοσκόπος οἰωνο-σκόπος, ὁ, = οἰωνιστής, Eur. οἵως, adv.
ShortDef
augur
Debugging
Headword:
οἰωνοσκόπος
Headword (normalized):
οἰωνοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
οιωνοσκοπος
IDX:
22909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22932
Key:
oi)wnosko/pos
Data
{'content': 'οἰωνοσκόπος\n οἰωνο-σκόπος, ὁ,\n = οἰωνιστής, Eur.\n οἵως, adv.', 'key': 'oi)wnosko/pos'}