Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἴχομαι
οἰωνίζομαι
οἰώνισμα
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτης
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἰωνός
οἵως
ὀκέλλω
ὀκλαδίας
ὀκλαδιστί
ὀκλάζω
ὀκνέω
ὀκνηρός
View word page
οἰωνοπόλος
οἰωνοπόλος οἰωνο-πόλος, ὁ, πολέω one busied with the flight and cries of birds, an augur, Il., etc.
ShortDef
one busied with the flight and cries of birds, an augur
Debugging
Headword:
οἰωνοπόλος
Headword (normalized):
οἰωνοπόλος
Headword (normalized/stripped):
οιωνοπολος
IDX:
22907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22930
Key:
oi)wnopo/los
Data
{'content': 'οἰωνοπόλος\n οἰωνο-πόλος, ὁ,\n πολέω\n one busied with the flight and cries of birds, an augur, Il., etc.', 'key': 'oi)wnopo/los'}