Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
View word page
ἀνακυκάω
ἀνακυκάω to stir up and mix, mix up, Ar.

ShortDef

to stir up and mix, mix up

Debugging

Headword:
ἀνακυκάω
Headword (normalized):
ἀνακυκάω
Headword (normalized/stripped):
ανακυκαω
IDX:
2292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2293
Key:
a)nakuka/w

Data

{'content': 'ἀνακυκάω\n to stir up and mix, mix up, Ar.', 'key': 'a)nakuka/w'}