Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰχέομαι
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνίζομαι
οἰώνισμα
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτης
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἰωνός
οἵως
ὀκέλλω
ὀκλαδίας
ὀκλαδιστί
ὀκλάζω
View word page
οἰωνοκτόνος
οἰωνοκτόνος οἰωνο-κτόνος, ον, κτείνω killing birds, Aesch.

ShortDef

killing birds

Debugging

Headword:
οἰωνοκτόνος
Headword (normalized):
οἰωνοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
οιωνοκτονος
IDX:
22905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22928
Key:
oi)wnokto/nos

Data

{'content': 'οἰωνοκτόνος\n οἰωνο-κτόνος, ον,\n κτείνω\n killing birds, Aesch.', 'key': 'oi)wnokto/nos'}