Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Οἰχαλία
Οἰχαλιεύς
Οἰχαλίηθεν
οἰχέομαι
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνίζομαι
οἰώνισμα
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτης
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἰωνός
οἵως
ὀκέλλω
View word page
οἰωνιστικός
οἰωνιστικός οἰωνιστικός, ή, όν of or for an omen: ἡ -κή (sc.τέχνη) , augury, Plat.
ShortDef
of or for an omen
Debugging
Headword:
οἰωνιστικός
Headword (normalized):
οἰωνιστικός
Headword (normalized/stripped):
οιωνιστικος
IDX:
22902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22925
Key:
oi)wnistiko/s
Data
{'content': 'οἰωνιστικός\n οἰωνιστικός, ή, όν\n of or for an omen: ἡ -κή (sc.τέχνη) , augury, Plat.', 'key': 'oi)wnistiko/s'}