Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
View word page
ἀνάκτορον
ἀνάκτορον from ἀνάκτωρ a palace; of gods, a temple, Hdt., Eur.
ShortDef
a palace
Debugging
Headword:
ἀνάκτορον
Headword (normalized):
ἀνάκτορον
Headword (normalized/stripped):
ανακτορον
IDX:
2291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2292
Key:
a)na/ktoron
Data
{'content': 'ἀνάκτορον\n from ἀνάκτωρ\n a palace; of gods, a temple, Hdt., Eur.', 'key': 'a)na/ktoron'}