Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰσύα
οἰσύϊνος
οἰσύπη
οἰσυπηρός
Οἰταῖος
Οἴτη
οἶτος
Οἰχαλία
Οἰχαλιεύς
Οἰχαλίηθεν
οἰχέομαι
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνίζομαι
οἰώνισμα
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτης
View word page
Οἰχαλιεύς
Οἰχαλιεύς Οἰχαλιεύς, έως, from Οἰχαλία an Oechalian, Il.

ShortDef

an Oechalian

Debugging

Headword:
Οἰχαλιεύς
Headword (normalized):
οἰχαλιεύς
Headword (normalized/stripped):
οιχαλιευς
IDX:
22893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22916
Key:
*oi)xalieu/s

Data

{'content': 'Οἰχαλιεύς\n Οἰχαλιεύς, έως,\n from Οἰχαλία\n an Oechalian, Il.', 'key': '*oi)xalieu/s'}