Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροβολέω
οἰστροδίνητος
οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰσύα
οἰσύϊνος
οἰσύπη
οἰσυπηρός
Οἰταῖος
Οἴτη
οἶτος
Οἰχαλία
Οἰχαλιεύς
Οἰχαλίηθεν
οἰχέομαι
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνίζομαι
View word page
οἰσυπηρός
οἰσυπηρός from οἰσύπη (ῠ) οἰσῠπηρός, ά, όν with the grease in it, greasy, Ar.
ShortDef
with the grease in it, greasy
Debugging
Headword:
οἰσυπηρός
Headword (normalized):
οἰσυπηρός
Headword (normalized/stripped):
οισυπηρος
IDX:
22888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22911
Key:
oi)suphro/s
Data
{'content': 'οἰσυπηρός\n from οἰσύπη (ῠ)\n οἰσῠπηρός, ά, όν\n with the grease in it, greasy, Ar.', 'key': 'oi)suphro/s'}