Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
ἀναλαλάζω
View word page
ἀνακτόριος
ἀνακτόριος ἀνάκτωρ belonging to a lord or king, royal, Od.

ShortDef

Anactorian, of Anactorium
belonging to a lord

Debugging

Headword:
ἀνακτόριος
Headword (normalized):
ἀνακτόριος
Headword (normalized/stripped):
ανακτοριος
IDX:
2290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2291
Key:
a)nakto/rios

Data

{'content': 'ἀνακτόριος\n ἀνάκτωρ\n belonging to a lord or king, royal, Od.', 'key': 'a)nakto/rios'}