Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰστέος
ὀϊστευτήρ
ὀϊστεύω
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστός
οἰστός
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροβολέω
οἰστροδίνητος
οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰσύα
οἰσύϊνος
οἰσύπη
οἰσυπηρός
Οἰταῖος
Οἴτη
οἶτος
View word page
οἰστροβολέω
οἰστροβολέω οἰστρο-βολέω, fut. -ήσω to strike as with a sting, Anth.

ShortDef

to strike as with a sting

Debugging

Headword:
οἰστροβολέω
Headword (normalized):
οἰστροβολέω
Headword (normalized/stripped):
οιστροβολεω
IDX:
22881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22904
Key:
oi)strobole/w

Data

{'content': 'οἰστροβολέω\n οἰστρο-βολέω,\n fut. -ήσω\n to strike as with a sting, Anth.', 'key': 'oi)strobole/w'}