Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἴ
οἷ
οἷπερ
ὄϊς
οἰστέος
ὀϊστευτήρ
ὀϊστεύω
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστός
οἰστός
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροβολέω
οἰστροδίνητος
οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰσύα
οἰσύϊνος
οἰσύπη
View word page
οἰστός
οἰστός οἰστός, ή, όν verb. adj. of φέρω that must be borne, endurable, Thuc.

ShortDef

that must be borne, endurable

Debugging

Headword:
οἰστός
Headword (normalized):
οἰστός
Headword (normalized/stripped):
οιστος
IDX:
22877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22900
Key:
oi)sto/s

Data

{'content': 'οἰστός\n οἰστός, ή, όν\n verb. adj. of φέρω\n that must be borne, endurable, Thuc.', 'key': 'oi)sto/s'}