Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
ἀνακωκύω
ἀνακῶς
ἀναλάζομαι
View word page
ἀνακτορία
ἀνακτορία ἀνάκτωρ management of horses, Hhymn.
ShortDef
lordship, rule; management
Debugging
Headword:
ἀνακτορία
Headword (normalized):
ἀνακτορία
Headword (normalized/stripped):
ανακτορια
IDX:
2289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2290
Key:
a)naktori/a
Data
{'content': 'ἀνακτορία\n ἀνάκτωρ\n management of horses, Hhymn.', 'key': 'a)naktori/a'}