Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἷος
οἰοχίτων
οἴ
οἷ
οἷπερ
ὄϊς
οἰστέος
ὀϊστευτήρ
ὀϊστεύω
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστός
οἰστός
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροβολέω
οἰστροδίνητος
οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰσύα
View word page
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστοδέγμων ὀϊστοδέγμων, ονος, ὁ, ἡ, an arrow-holder, a quiver, Aesch.

ShortDef

holding arrows; an arrow-holder, a quiver

Debugging

Headword:
ὀϊστοδέγμων
Headword (normalized):
ὀϊστοδέγμων
Headword (normalized/stripped):
οιστοδεγμων
IDX:
22875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22898
Key:
oi)stode/gmwn

Data

{'content': 'ὀϊστοδέγμων\n ὀϊστοδέγμων, ονος, ὁ, ἡ,\n an arrow-holder, a quiver, Aesch.', 'key': 'oi)stode/gmwn'}