Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰόρπατα
οἱοσδήποτε
οἶος
οἷος
οἰοχίτων
οἴ
οἷ
οἷπερ
ὄϊς
οἰστέος
ὀϊστευτήρ
ὀϊστεύω
ὀϊστοβόλος
ὀϊστοδέγμων
ὀϊστός
οἰστός
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροβολέω
οἰστροδίνητος
View word page
ὀϊστευτήρ
ὀϊστευτήρ ὀϊστευτήρ, ῆρος, ὁ, an archer, Anth. from ὀιστεύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀϊστευτήρ
Headword (normalized):
ὀϊστευτήρ
Headword (normalized/stripped):
οιστευτηρ
IDX:
22872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22895
Key:
o)isteuth/r

Data

{'content': 'ὀϊστευτήρ\n ὀϊστευτήρ, ῆρος, ὁ,\n an archer, Anth.\n from ὀιστεύω', 'key': 'o)isteuth/r'}