Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰνοχοέω
οἰνοχόημα
οἰνοχόη
οἰνοχόος
οἰνόχυτος
οἶνοψ
οἰνόω
οἰνών
οἰνωπός
οἰνώψ
οἰόβατος
οἰοβώτας
οἰόγαμος
οἰόζωνος
οἰόθεν
οἴομαι
οἱονεί
οἰονόμος
οἱονπερεί
οἷόντε
οἰόομαι
View word page
οἰόβατος
οἰόβατος οἰο-βᾰτος, ον, lonesome, Anth.

ShortDef

lonesome

Debugging

Headword:
οἰόβατος
Headword (normalized):
οἰόβατος
Headword (normalized/stripped):
οιοβατος
IDX:
22849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22872
Key:
oi)o/batos

Data

{'content': 'οἰόβατος\n οἰο-βᾰτος, ον,\n \n lonesome, Anth.', 'key': 'oi)o/batos'}