Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακύπτω
View word page
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστέος verb adj. of ἀνακρούω one must check, Xen.
ShortDef
one must check
Debugging
Headword:
ἀνακρουστέος
Headword (normalized):
ἀνακρουστέος
Headword (normalized/stripped):
ανακρουστεος
IDX:
2286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2287
Key:
a)nakrouste/os
Data
{'content': 'ἀνακρουστέος\n verb adj. of ἀνακρούω\n one must check, Xen.', 'key': 'a)nakrouste/os'}