Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰνόφλυξ
οἰνοφόρος
Οἰνόφυτα
οἰνόφυτος
οἰνοχαρής
οἰνοχάρων
οἰνοχοεύω
οἰνοχοέω
οἰνοχόημα
οἰνοχόη
οἰνοχόος
οἰνόχυτος
οἶνοψ
οἰνόω
οἰνών
οἰνωπός
οἰνώψ
οἰόβατος
οἰοβώτας
οἰόγαμος
οἰόζωνος
View word page
οἰνοχόος
οἰνοχόος οἰνο-χόος, ὁ, χέω a wine-pourer, cupbearer, Hom., etc.
ShortDef
a wine-pourer, cupbearer
Debugging
Headword:
οἰνοχόος
Headword (normalized):
οἰνοχόος
Headword (normalized/stripped):
οινοχοος
IDX:
22842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22865
Key:
oi)noxo/os
Data
{'content': 'οἰνοχόος\n οἰνο-χόος, ὁ,\n χέω\n a wine-pourer, cupbearer, Hom., etc.', 'key': 'oi)noxo/os'}