Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰνοτρόφος
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφλυγία
οἰνόφλυξ
οἰνοφόρος
Οἰνόφυτα
οἰνόφυτος
οἰνοχαρής
οἰνοχάρων
οἰνοχοεύω
οἰνοχοέω
οἰνοχόημα
οἰνοχόη
οἰνοχόος
οἰνόχυτος
οἶνοψ
οἰνόω
οἰνών
οἰνωπός
οἰνώψ
View word page
οἰνοχοεύω
οἰνοχοεύω οἰνοχοεύω, only in pres. = οἰνοχοέω, Hom.
ShortDef
to pour out wine; be a cup bearer
Debugging
Headword:
οἰνοχοεύω
Headword (normalized):
οἰνοχοεύω
Headword (normalized/stripped):
οινοχοευω
IDX:
22838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22861
Key:
oi)noxoeu/w
Data
{'content': 'οἰνοχοεύω\n οἰνοχοεύω,\n only in pres.\n = οἰνοχοέω, Hom.', 'key': 'oi)noxoeu/w'}