Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰνοπληθής
οἰνοπλήξ
οἰνοποτάζω
οἰνοποτήρ
οἶνος
οἰνοτρόφος
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφλυγία
οἰνόφλυξ
οἰνοφόρος
Οἰνόφυτα
οἰνόφυτος
οἰνοχαρής
οἰνοχάρων
οἰνοχοεύω
οἰνοχοέω
οἰνοχόημα
οἰνοχόη
οἰνοχόος
οἰνόχυτος
View word page
οἰνοφόρος
οἰνοφόρος οἰνο-φόρος, ον, φέρω holding wine, Critias; οἰνοφόρον, (sc. σκεῦος) a wine-jar, oenophrus, in Hor.
ShortDef
holding wine
Debugging
Headword:
οἰνοφόρος
Headword (normalized):
οἰνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
οινοφορος
IDX:
22833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22856
Key:
oi)nofo/ros
Data
{'content': 'οἰνοφόρος\n οἰνο-φόρος, ον,\n φέρω\n holding wine, Critias; οἰνοφόρον, (sc. σκεῦος) a wine-jar, oenophrus, in Hor.', 'key': 'oi)nofo/ros'}