Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰνοπέπαντος
οἰνοπλάνητος
οἰνοπληθής
οἰνοπλήξ
οἰνοποτάζω
οἰνοποτήρ
οἶνος
οἰνοτρόφος
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφλυγία
οἰνόφλυξ
οἰνοφόρος
Οἰνόφυτα
οἰνόφυτος
οἰνοχαρής
οἰνοχάρων
οἰνοχοεύω
οἰνοχοέω
οἰνοχόημα
οἰνοχόη
View word page
οἰνοφλυγία
οἰνοφλυγία οἰνοφλῠγία, ἡ, drunkenness, Xen. from οἰνόφλυξ

ShortDef

drunkenness

Debugging

Headword:
οἰνοφλυγία
Headword (normalized):
οἰνοφλυγία
Headword (normalized/stripped):
οινοφλυγια
IDX:
22831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22854
Key:
oi)noflugi/a

Data

{'content': 'οἰνοφλυγία\n οἰνοφλῠγία, ἡ,\n drunkenness, Xen.\n from οἰνόφλυξ', 'key': 'oi)noflugi/a'}