Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακυκάω
ἀνακυκλέω
ἀνακυκλόω
View word page
ἀνακροτέω
ἀνακροτέω to lift up and strike together, τὼ χεῖρε Ar.; τὰς χεῖρας Aeschin.: absol. to applaud vehemently, Ar.

ShortDef

to lift up and strike together

Debugging

Headword:
ἀνακροτέω
Headword (normalized):
ἀνακροτέω
Headword (normalized/stripped):
ανακροτεω
IDX:
2284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2285
Key:
a)nakrote/w

Data

{'content': 'ἀνακροτέω\n to lift up and strike together, τὼ χεῖρε Ar.; τὰς χεῖρας Aeschin.: absol. to applaud vehemently, Ar.', 'key': 'a)nakrote/w'}