Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰνοδόκος
οἰνοδότης
οἰνόεις
Οἰνόη
οἰνόμελι
οἰνόπεδος
οἰνοπέπαντος
οἰνοπλάνητος
οἰνοπληθής
οἰνοπλήξ
οἰνοποτάζω
οἰνοποτήρ
οἶνος
οἰνοτρόφος
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφλυγία
οἰνόφλυξ
οἰνοφόρος
Οἰνόφυτα
οἰνόφυτος
View word page
οἰνοποτάζω
οἰνοποτάζω οἰνο-ποτάζω, ποτόν only in pres. to drink wine, Hom.

ShortDef

to drink wine

Debugging

Headword:
οἰνοποτάζω
Headword (normalized):
οἰνοποτάζω
Headword (normalized/stripped):
οινοποταζω
IDX:
22825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22848
Key:
oi)nopota/zw

Data

{'content': 'οἰνοποτάζω\n οἰνο-ποτάζω,\n ποτόν\n only in pres.\n to drink wine, Hom.', 'key': 'oi)nopota/zw'}