Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰνηρός
οἰνήρυσις
οἰνίζω
οἰνοβαρείων
οἰνοβαρέω
οἰνοβαρής
οἰνοβρεχής
οἰνοδόκος
οἰνοδότης
οἰνόεις
Οἰνόη
οἰνόμελι
οἰνόπεδος
οἰνοπέπαντος
οἰνοπλάνητος
οἰνοπληθής
οἰνοπλήξ
οἰνοποτάζω
οἰνοποτήρ
οἶνος
οἰνοτρόφος
View word page
Οἰνόη
Οἰνόη Οἰνόη, ἡ, οἶνος Oenooe, name of an Attic deme, Hdt., etc.

ShortDef

Oenoe

Debugging

Headword:
Οἰνόη
Headword (normalized):
οἰνόη
Headword (normalized/stripped):
οινοη
IDX:
22818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22841
Key:
*oi)no/h

Data

{'content': 'Οἰνόη\n Οἰνόη, ἡ,\n οἶνος\n Oenooe, name of an Attic deme, Hdt., etc.', 'key': '*oi)no/h'}