Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκωφελία
Ὀϊλεύς
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
οἴμοι
οἶμος
οἰμωγή
οἴμωγμα
οἰμώζω
οἰμωκτός
οἰνάνθη
οἰνάρεον
οἰναρίζω
οἰνάριον
οἴναρον
οἰνάς
οἴνη
οἰνηρός
οἰνήρυσις
οἰνίζω
View word page
οἰμωκτός
οἰμωκτός οἰμωκτός, ή, όν pitiable, Ar.

ShortDef

pitiable

Debugging

Headword:
οἰμωκτός
Headword (normalized):
οἰμωκτός
Headword (normalized/stripped):
οιμωκτος
IDX:
22800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22823
Key:
oi)mwkto/s

Data

{'content': 'οἰμωκτός\n οἰμωκτός, ή, όν\n pitiable, Ar.', 'key': 'oi)mwkto/s'}