Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
View word page
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμάννυμι to hang up on a thing, c. dat., Od.; ἐς . . or πρός. . . Hdt.:—Pass. to be hung up, Hdt. to make dependent, Plat.
ShortDef
to hang up on
Debugging
Headword:
ἀνακρεμάννυμι
Headword (normalized):
ἀνακρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
ανακρεμαννυμι
IDX:
2281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2282
Key:
a)nakrema/nnumi
Data
{'content': 'ἀνακρεμάννυμι\n to hang up on a thing, c. dat., Od.; ἐς . . or πρός. . . Hdt.:—Pass. to be hung up, Hdt.\n to make dependent, Plat.', 'key': 'a)nakrema/nnumi'}