Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκτίζω
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόγοος
οἰκτρός
οἰκτροχοέω
οἰκωφελής
οἰκωφελία
Ὀϊλεύς
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
οἴμοι
οἶμος
οἰμωγή
οἴμωγμα
View word page
οἰκτροχοέω
οἰκτροχοέω οἰκτρο-χοέω, fut. -ήσω χέω to pour forth piteously, Ar.

ShortDef

to pour forth piteously

Debugging

Headword:
οἰκτροχοέω
Headword (normalized):
οἰκτροχοέω
Headword (normalized/stripped):
οικτροχοεω
IDX:
22788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22811
Key:
oi)ktroxoe/w

Data

{'content': 'οἰκτροχοέω\n οἰκτρο-χοέω,\n fut. -ήσω\n χέω\n to pour forth piteously, Ar.', 'key': 'oi)ktroxoe/w'}