Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνακοιρανέω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
View word page
ἀνακρέκομαι
ἀνακρέκομαι Mid., to tune up, Anth.
ShortDef
to tune up
Debugging
Headword:
ἀνακρέκομαι
Headword (normalized):
ἀνακρέκομαι
Headword (normalized/stripped):
ανακρεκομαι
IDX:
2280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2281
Key:
a)nakre/komai
Data
{'content': 'ἀνακρέκομαι\n Mid., to tune up, Anth.', 'key': 'a)nakre/komai'}