Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκτειρέω
οἰκτίρω
οἰκτίζω
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόγοος
οἰκτρός
οἰκτροχοέω
οἰκωφελής
οἰκωφελία
Ὀϊλεύς
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
οἴμοι
οἶμος
View word page
οἰκτρόγοος
οἰκτρόγοος οἰκτρό-γοος, ον, wailing piteously, piteous, Plat.

ShortDef

wailing piteously, piteous

Debugging

Headword:
οἰκτρόγοος
Headword (normalized):
οἰκτρόγοος
Headword (normalized/stripped):
οικτρογοος
IDX:
22786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22809
Key:
oi)ktro/gous

Data

{'content': 'οἰκτρόγοος\n οἰκτρό-γοος, ον,\n wailing piteously, piteous, Plat.', 'key': 'oi)ktro/gous'}