Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

οἰκοφύλαξ
οἰκτειρέω
οἰκτίρω
οἰκτίζω
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόγοος
οἰκτρός
οἰκτροχοέω
οἰκωφελής
οἰκωφελία
Ὀϊλεύς
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
οἴμοι
View word page
οἶκτος
οἶκτος οἶκτος, ὁ, οἴ oh! pity, compassion, Od., Dht., Attic:—c. gen. objecti, compassion for, οἶκτος τῆς πόλιος Hdt.

ShortDef

pity, compassion

Debugging

Headword:
οἶκτος
Headword (normalized):
οἶκτος
Headword (normalized/stripped):
οικτος
IDX:
22785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22808
Key:
oi)=ktos

Data

{'content': 'οἶκτος\n οἶκτος, ὁ,\n οἴ oh!\n pity, compassion, Od., Dht., Attic:—c. gen. objecti, compassion for, οἶκτος τῆς πόλιος Hdt.', 'key': 'oi)=ktos'}