Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
οἰκοφθόρος
οἰκοφύλαξ
οἰκτειρέω
οἰκτίρω
οἰκτίζω
οἰκτιρμός
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόγοος
οἰκτρός
οἰκτροχοέω
οἰκωφελής
οἰκωφελία
Ὀϊλεύς
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
View word page
οἴκτιστος
οἴκτιστος οἴκτιστος, η, ον irreg. Sup. of οἰκτρός (cf. αἰσχρός, αἴσχιστος) most pitiable, lamentable, Hom.:—neut. pl. οἴκτιστα as adv., Od.
ShortDef
most pitiable, lamentable
Debugging
Headword:
οἴκτιστος
Headword (normalized):
οἴκτιστος
Headword (normalized/stripped):
οικτιστος
IDX:
22784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22807
Key:
oi)/ktistos
Data
{'content': 'οἴκτιστος\n οἴκτιστος, η, ον\n irreg. Sup. of οἰκτρός (cf. αἰσχρός, αἴσχιστος) \n most pitiable, lamentable, Hom.:—neut. pl. οἴκτιστα as adv., Od.', 'key': 'oi)/ktistos'}