Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνακοινόω
ἀνακοιρανέω
ἀνακομιδή
ἀνακομίζω
ἀνακοντίζω
ἀνακοπή
ἀνακόπτω
ἀνακουφίζω
ἀνακούφισις
ἀνακράζω
ἀνάκρασις
ἀνακρέκομαι
ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακροτέω
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέος
ἀνακρούω
ἀνακτάομαι
ἀνακτορία
View word page
ἀνάκρασις
ἀνάκρασις ἀνακεράννυμι a mixing with others, Plut.

ShortDef

a mixing with others

Debugging

Headword:
ἀνάκρασις
Headword (normalized):
ἀνάκρασις
Headword (normalized/stripped):
ανακρασις
IDX:
2279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2280
Key:
a)na/krasis

Data

{'content': 'ἀνάκρασις\n ἀνακεράννυμι\n a mixing with others, Plut.', 'key': 'a)na/krasis'}